παραφθάνω

παραφθάνω
ΝΑ, παραφτάνω Ν
νεοελλ.
είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω»)
αρχ.
1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον
2. μέσ. παραφθάνομαι
μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν ξεπερνώ
3. (για άλογο) νικώ σε αγώνα δρόμου, έρχομαι πρώτος σε ιπποδρομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραφθάνειν — παραφθάνω overtake pres inf act (attic epic) παραφθά̱νειν , παραφθάνω overtake pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθαίη — παραφθάνω overtake aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθαίησι — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθαίῃ — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθαίῃσι — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθάμενος — παραφθάνω overtake aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεφθάσαμεν — παραφθάνω overtake aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρφθάμενος — παραφθάνω overtake aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέφθη — παραφθάνω overtake aor ind act 3rd sg παρέπομαι accompany aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθάσας — παραφθά̱σᾱς , παραφθάνω overtake aor part act fem acc pl (attic epic ionic) παραφθάσᾱς , παραφθάνω overtake aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”