- παραφθάνω
- ΝΑ, παραφτάνω Ννεοελλ.είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω»)αρχ.1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον2. μέσ. παραφθάνομαιμτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν ξεπερνώ3. (για άλογο) νικώ σε αγώνα δρόμου, έρχομαι πρώτος σε ιπποδρομία.
Dictionary of Greek. 2013.